-
1 συμμηχαναομαι
1) совместно изыскивать, добывать2) совместно придумывать, изобретать или затеватьσ. ἀτοπώτερά τινι Plut. — строить вместе с кем-л. еще более фантастические планы
3) быть устроенным(τῇ φύσει Arst.)
См. также в других словарях:
συμμηχανώμαι — άομαι, ΜΑ φροντίζω από κοινού με άλλον να βρω κάτι ή να προμηθεύσω κάτι («ὡς ἐμοῡ μηδέποτε ἀμελήσαντος τοῡ τὰ ἐπιτήδεια τοῑς στρατιώταις συμμηχανᾱσθαι», Ξεν.) αρχ. 1. προπαρασκευάζω τεχνικώς κάτι, κάνω σχέδια από κοινού με άλλον 2. παθ. είμαι… … Dictionary of Greek